Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκατό
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκατό το [skató] Ο38 : 1. (συνήθ. πληθ.) α. (χυδ.) τα περιττώματα του ανθρώπου, αλλά και των ζώων· κόπρανα. (έκφρ.) σαν τις μύγες* στο ~. ΦΡ ξεραίνει* το ~ του (και το κάνει παξιμάδι). β. (μτφ., προφ.) για οτιδήποτε θεωρείται άθλιο, τιποτένιο, χωρίς αξία: Tι σκατά είναι αυτά! Όλοι τα ίδια σκατά είναι! (έκφρ.) σκατά κι απόσκατα*. σκατά πατημένα, με έμφαση, για να επιτείνουμε την έννοια της αποτυχίας, της αθλιότητας κτλ. (υβρ.) σκατά να φας! σκατά στα μούτρα σου! σκατά!, αναφώνηση που εκφράζει αγανάκτηση, δυσαρέσκεια ή οργισμένη άρνηση. || Mαζί φάγανε τα σκατά! Έπεσε / είναι μέσα στα σκατά, για ενέργειες ή καταστάσεις ηθικής αθλιότητας. || για να δηλώσει αποτυχία: Tα κάνω σκατά, αποτυχαίνω τελείως. Σκατά έγινε η δουλειά, δεν πέτυχε, χάλασε. 2. (οικ.) α. (μειωτ.) για πρόσωπο, συνήθ. για άπειρο νεαρό άτομο: Ήρθε ένα ~ να μας πει τι πρέπει να κάνουμε. β. χαϊδευτικά για μικρό παιδί: Kοίτα, το ~, τι έφτιαξε! σκατούλι το YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. 2β. σκατουλάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. σκατόν < ελνστ. πληθ. *σκατά (πρβ. ελνστ. σκάτα) < αρχ. ὁ σκώρ, γεν. σκατός· σκατ(ό) -ούλι· σκατούλ(ι) -άκι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκατο- [skato] & σκατό- [skató], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: 1. με αναφορά στα ανθρώπινα περιττώματα· (πρβ. κοπρο-): ~φαγία. 2. (προφ., λαϊκ.) σε σύνθετα που χαρακτηρίζουν μειωτικά, υβριστικά αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό· (πρβ. κωλο-): ~κατάσταση, σκατόπαιδο, σκατόφατσα.

[1: λόγ. < αρχ. σκατο- θ. σκατ- του ουσ. σκώρ (δες στο σκατό) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. σκατο-φάγος `που τρώει περιττώματα΄· 2: μσν. σκατο- θ. του ουσ. σκατ(όν) -ο-: μσν. σκατό-γερος (δες λ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκατόγερος ο [skatójeros] Ο20 θηλ. σκατόγρια [skatóγria] Ο27 : (χυδ.) υβριστικός χαρακτηρισμός δύστροπου ή ανήθικου ηλικιωμένου ατόμου.

[μσν. σκατόγερος `ο πολύ γέρος΄ < ελνστ. ἐσχατόγηρος με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk], τροπή του άτ. [ir > er], αποβ. του αρχικού άτ. φων. και παρετυμ. σκατο-· σκατό(γερος) -γρια κατά το σχ.: γέρος - γριά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκατοδουλειά η [skatoδulá] Ο24 : (υβρ.) δουλειά, εργασία που είναι γενικώς πολύ επαχθής.

[σκατο- + δουλειά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκατόλογα τα [skatóloγa] Ο41 : (χυδ.) λέξεις, εκφράσεις κτλ. χυδαίου ή υβριστικού περιεχομένου.

[σκατο- + -λογα, πληθ. του -λογο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκατολόγημα το [skatolójima] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : (οικ.) ως χαρακτηρισμός διάφορων άχρηστων και επιβλαβών συνήθ. για την υγεία τροφών.

[λόγ. σκατολογη- (σκατολογώ < σκατολογ(ία) -ώ) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκατολογία η [skatolojía] Ο25 : η συχνή χρήση στο λόγο της λέξης “σκα τά” ή άλλων λέξεων σχετικών με αυτή.

[λόγ. < γαλλ. scatologie < αρχ. σκατο- + -logie = -λογία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκατόμυγα η [skatómiγa] Ο27 : είδος μεγάλης μύγας που τρέφεται με περιττώματα. || χαρακτηρισμός κάθε μύγας, για να δηλώσουμε την αποστροφή μας προς ένα έντομο που το θεωρούμε βρομερό.

[σκατο- + μύγα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκατούλα η [skatúla] Ο25α : 1. (χυδ.) μεγάλο σκατό. 2. οικείος χαϊδευτικός ή και μειωτικός χαρακτηρισμός για κοριτσάκι ή κοπελίτσα.

[σκατ(ό) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες