Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκατολογία η [skatolojía] Ο25 : η συχνή χρήση στο λόγο της λέξης “σκα τά” ή άλλων λέξεων σχετικών με αυτή.
[λόγ. < γαλλ. scatologie < αρχ. σκατο- + -logie = -λογία]