Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκασμός ο [skazmós] Ο17 : κυρίως σε ΦΡ και εκφράσεις: α. (υβρ.) έβγαλε το σκασμό, σταμάτησε επιτέλους να μιλάει. βγάλε το σκασμό! / ~!, σώπα, πάψε! β. τρώω του σκασμού / μέχρι σκασμού, για υπερβολικό φαγοπότι.
[σκασ- (σκάω)1 -μός (διαφ. το μσν. σκασμός `θλίψη΄ δες σκάω2)]