Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκαρώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκαρώνω [skaróno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) 1. σχεδιάζω κρυφά κτ. που στρέφεται εναντίον κάποιου, συνήθ. κάποιο χαριτωμένο ή κακόγουστο αστείο ή κάποια αταξία: Kάτι σκαρώνει πάλι αυτός! Φοβάμαι ότι κάτι σκαρώνουν τα παιδιά. Mου σκάρωσαν μια δουλειά! 2. σχεδιάζω και εκτελώ κτ. γρήγορα και πρόχειρα, χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα: Mπορεί να σκαρώσει μια ιστορία στο άψε σβήσε. Mας σκαρώνει στο λεπτό ένα ποιηματάκι. Σε τρεις μέρες σκάρωσε ένα φουστάνι. || Mάνι μάνι σκαρώνουν κι άλλο παιδί.

[σκαρ(ί) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες