Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκαρφαλώνω [skarfalóno] Ρ1α μππ. σκαρφαλωμένος : 1. ανεβαίνω με τη βοήθεια των χεριών και των ποδιών μου σε κάθετη ή σε επικλινή επιφάνεια· αναρριχώμαι: ~ στο βράχο / στο βουνό. H γάτα σκαρφαλώνει στα δέντρα. Σκαρφάλωσε σβέλτα στο κατάρτι. || (επέκτ.) βαδίζω, περπατώ σε ανηφορικό και πολύ ανώμαλο δρόμο. 2. (μτφ.) για κτ. που, καθώς αναπτύσσεται, ανεβαίνει σε μια επιφάνεια: Ο κισσός σκαρφαλώνει στον τοί χο. || (λογοτ.): Άσπρα σπιτάκια σκαρφαλωμένα στην πλαγιά του βουνού.
[ίσως συμφυρ. καρφώνω + σκαλώνω: σ- καρφ(ώνω) + -(κ)αλώνω]