Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκαρταδούρα η [skartaδúra] Ο25α : (οικ.) ως χαρακτηρισμός πραγμάτων άχρηστων ή προσώπων ανίκανων: Πέταξα πολλή ~. Yπάρχει και ~ μέσα στην τάξη.
[σκαρτάδ(ος) `σκάρτος΄ (< βεν. scartad(a) `ξεχώρισμα των άχρηστων΄ -ος) -ούρα]