Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκαρπέλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκαρπέλο το [skarpélo] Ο39 : ξυλουργικό εργαλείο με ξύλινη λαβή και λάμα από ατσάλι, με το οποίο γίνονται κοιλώματα στις ξύλινες επιφάνειες.

[ιταλ. scarpello]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες