Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκαραβαίος ο [skaravéos] Ο18 : 1. κολεόπτερο έντομο. 2. πολύτιμος λίθος σε σχήμα σκαραβαίου, που είχε ιερό χαρακτήρα και ήταν σύμβολο αθανασίας για τους αρχαίους Aιγυπτίους.
[λόγ. < ιταλ. scarabeo -ς < υστλατ. scarabaeus (ίσως συγγ. του αρχ. κάραβος, παρόμοιο έντομο)]