Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκαπουλάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκαπουλάρω [skapuláro] Ρ6α : (προφ.) μόνο στην έκφραση τη ~, διαφεύγω από κπ. κίνδυνο, γλιτώνω: Tη σκαπούλαρε / τη σκαπουλάρισε παρά τρίχα. Δε θα τη σκαπουλάρεις εύκολα αυτή τη φορά. Tη σκαπούλαρε μόνο μ΄ ένα πρόστιμο. Είναι πολύ άρρωστος, αλλά πιστεύω ότι θα τη σκαπουλάρει.

[ιταλ. scapolar(e) ή βεν. scapolar ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες