Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκαπανέας ο [skapanéas] Ο21 : 1. (στρατ.) στρατιώτης του όπλου του μηχανικού με ειδικότητα στις σκαπτικές εργασίες. 2. (μτφ.) αυτός που με τη δραστηριότητά του σε έναν τομέα ανοίγει το δρόμο και για τους άλλους· πρωτοπόρος: Οι σκαπανείς της επιστήμης / του πνεύματος.
[λόγ. < ελνστ. σκαπανεύς, αιτ. -έα `σκαφτιάς΄, σημδ.: 1: γαλλ. sapeur· 2: γαλλ. pionnier]