Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκανδιναβικός -ή -ό [skanδinavikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Σκανδιναβία ή στους Σκανδιναβούς: Σκανδιναβική χερσόνησος. Σκανδιναβικές γλώσσες.
σκανδιναβικά ΕΠIΡΡ σε σκανδιναβική γλώσ σα. [λόγ. Σκανδιναβ(ία) -ικός < γαλλ. Scandinavie < λατ. Scandinavia από τα παλ. γερμ.]