Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκανδαλίζω [skanδalízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. με τα λόγια, τις πράξεις και γενικά τη συμπεριφορά μου προκαλώ το κοινό αίσθημα περί ηθικής· σοκάρω: H προβολή ταινίας για την ερωτική ζωή του Iησού σκανδάλισε τους πιστούς. Mε την προκλητική της εμφάνιση σκανδάλιζε τους γείτονες. || Σκανδαλίστηκα από τη στάση του σ΄ αυτή την υπόθεση. 2. παρακινώ, προτρέπω σε μια μικροαπόλαυση, που για κάποιο λόγο είναι απαγορευμένη· βάζω σε πειρασμό: Tι με σκανδαλίζεις μ΄ αυτά τα φαγητά, αφού ξέρεις πως κάνω δίαιτα;
[λόγ. < ελνστ. σκανδαλίζω `κάνω κπ. να σκοντάψει΄ μτφρδ. (ελνστ.) από τα αραμ., κατά τη σημ. της λ. σκάνδαλο]