Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκανάρω [skanáro] -ομαι Ρ6 : (πληροφ.) εισάγω μια εικόνα ή ένα κείμενο σε ηλεκτρονικό υπολογιστή περνώντας τα από σκάνερ: Οι εικόνες σκανάρονται, υφίστανται επεξεργασία και στη συνέχεια εκτυπώνονται. Είναι πολύ πιο εύκολο να σκανάρεις ένα κείμενο παρά να το πληκτρολογήσεις από την αρχή.
[αγγλ. scan -άρω]