Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκαμπό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκαμπό το [skabó] Ο (άκλ.) : μικρό χαμηλό σκαμνάκι, συνήθ. συμπληρωματικό εξάρτημα της τουαλέτας1I1. σκαμπουδάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < γαλλ. escabeau με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· σκαμπ(ό) -ουδάκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες