Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκαμπανεβάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκαμπανεβάζω [skambanevázo] Ρ2.1α : (οικ.) για πλοίο που κλυδωνίζεται, όταν επικρατεί θαλασσοταραχή: Tο καΐκι σκαμπανέβαζε σαν καρυδότσουφλο πάνω στα κύματα. || (επέκτ.): Tο φορτηγό κατέβαινε την πλαγιά του βουνού σκαμπανεβάζοντας.

[συμφυρ. σκαμπα(βία) `ελαφρύ πλεούμενο΄ < ιταλ. scampavia + (α)νεβάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες