Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκαμπανέβασμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκαμπανέβασμα το [skambanévazma] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : 1. η κίνηση του πλοίου πάνω στα κύματα, όταν επικρατεί θαλασσοταραχή. || Tο φορτηγό προχωρούσε αργά, όλο σκαμπανεβάσματα. 2. (μτφ.) η ύπαρξη διακυμάνσεων, η έλλειψη σταθερότητας: H ζωή έχει πολλά σκαμπανεβάσματα. H επίδοσή του στα μαθήματα παρουσιάζει σκαμπανεβάσματα.

[σκαμπανεβασ- (σκαμπανεβάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες