Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκαμπίλι 1 το [skabíli] Ο44 : 1. δυνατό χτύπημα που δίνει κάποιος στο πρόσωπο άλλου με το εσωτερικό συνήθ. της παλάμης του· μπάτσος, χαστούκι: Πρόσεξε μη φας κανένα ~! 2. ηθικός εξευτελισμός.
[;]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκαμπίλι 2 το : είδος τυχερού παιχνιδιού που παίζεται με τράπουλα.
[ιταλ.(;) (πρβ. τουρκ. iscambil) ίσως < παλ. γαλλ. brusquembille από όν. ηθοποιού]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκαμπιλίζω [skabilízo] -ομαι Ρ2.1 : δίνω σκαμπίλι 1 ή σκαμπίλια· χαστουκίζω, μπατσίζω.
[σκαμπίλ(ι) 1 -ίζω]