Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκαμνί το [skamní] Ο43 : χαμηλό ξύλινο κάθισμα, χωρίς στήριγμα για την πλάτη: Πτυσσόμενο ~. || ΦΡ καθίζω κπ. στο ~, μηνύω, καταγγέλλω κπ., τον στέλνω στο δικαστήριο. κάθομαι στο ~, λογοδοτώ.
σκαμνάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό σκαμνί. 2. (πληθ.) παιδικό παιχνίδι στο οποίο δύο παιδιά συμπλέκουν τα χέρια τους, για να καθίσει επάνω σ΄ αυτά ένα τρίτο. [μσν. σκαμνί < σκαμνίον υποκορ. του ελνστ. σκάμνον < λατ. scamn(um) -ον]