Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκαλώνω [skalóno] Ρ1α μππ. σκαλωμένος : 1. για κτ. που, καθώς κινείται, συγκρατείται από μια προεξοχή, έτσι ώστε να εμποδίζεται ή να ανακόπτεται η πορεία του: Kαθώς έφευγε βιαστικά, σκάλωσε η φούστα της στο τραπέζι. Σκάλωσα σ΄ ένα καρφί κι έσκισα το παντελόνι μου. || H μπάλα σκάλωσε πάνω στο δέντρο. 2. (μτφ., προφ.) εξαιτίας κάποιου κωλύματος, παρεμποδίζεται η παραπέρα πορεία μιας διαδικασίας: Kάπου σκάλωσε η υπόθεση. Σκαλώσαμε στο υπουργείο. Aν σκαλώσεις πουθενά, φώναξέ με, αν δυσκολευτείς σε κάποιο σημείο.
[μσν. *σκαλώνω (πρβ. μσν. σκαλωσία δες στο σκαλωσιά) < σκάλ(α) 1 -ώνω (διαφ. το μσν. σκαλώνω < σκάλα 2)]