Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκαλωσιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκαλωσιά η [skalosxá] Ο24 : προσωρινό κατασκεύασμα από οριζόντια και κάθετα στηρίγματα, για οικοδομικές κυρίως εργασίες, για την κατασκευή, την επισκευή ή τη συντήρηση ενός κτιρίου, ενός μνημείου κτλ.· ικρίωμα2: Εργάτης έπεσε από τη ~ και τραυματίστηκε θανάσιμα.

[μσν. σκαλωσία < σκαλωσ- (σκαλώνω) -ία > -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες