Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκαλωσιά η [skalosxá] Ο24 : προσωρινό κατασκεύασμα από οριζόντια και κάθετα στηρίγματα, για οικοδομικές κυρίως εργασίες, για την κατασκευή, την επισκευή ή τη συντήρηση ενός κτιρίου, ενός μνημείου κτλ.· ικρίωμα2: Εργάτης έπεσε από τη ~ και τραυματίστηκε θανάσιμα.
[μσν. σκαλωσία < σκαλωσ- (σκαλώνω) -ία > -ιά]