Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκαλοπάτι το [skalopáti] Ο44 : ΣYN σκαλί. 1. το καθένα από τα οριζόντια και επάλληλα τμήματα που αποτελούν τη σκάλα. 2. (μτφ.) για διαβάθμιση σε ιεραρχική κλίμακα.
σκαλοπατάκι το YΠΟKΟΡ. [σκαλ(α) -ο- + πατ(ώ) -ι (αναδρ. σχημ.)]