Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκαλιστός -ή -ό [skalistós] Ε1 : 1. που είναι σκαλισμένος, που έχει διακοσμητικές παραστάσεις χαραγμένες επάνω σε σκληρή επιφάνεια: Σκαλιστό τέμπλο. Σκαλιστό τραπέζι. Σκαλιστό ταβάνι. 2. (ως ουσ.) το σκαλιστό, μικρή πολύχρωμη ζωγραφιά, συνήθ. έκτυπη, της οποίας το περίγραμμα ακολουθεί το σχήμα της παράστασης, παιδικό παιχνίδι σε παλαιότερα χρόνια.
[σκαλισ- (σκαλίζω) -τός]