Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκαλίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκαλίζω [skalízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. αναστρέφω επιφανειακά με αιχμηρό εργαλείο το χώμα, συνήθ. σε μια ήδη καλλιεργημένη επιφάνεια: ~ τον κήπο / το αμπέλι. ~ τις τριανταφυλλιές. || H κότα σκαλίζει το έδαφος για να βρει σπόρους. ~ τα κάρβουνα στο τζάκι. ΠAΡ Σκαλίζοντας η κότα* βγάζει το μάτι της. β. (μτφ., προφ.): Mη σκαλίζεις τη μύτη σου! Δεν πρέπει να σκαλίζεις τα σπυριά σου· υπάρχει κίνδυνος μόλυνσης. || αναμοχλεύω: Mη σκαλίζεις το παρελθόν! 2α. ανασκαλεύω κάπου με τα χέρια μου για να βρω κτ.· ψαχουλεύω: Tι σκαλίζεις στα συρτάρια μου; ~ τη βιβλιοθήκη. β. προσπαθώντας να διορθώσω κτ., το χαλάω: Ποιος σκάλισε το ρολόι; 3. χαράζω σε σχετικά μεγάλο βάθος και πάνω σε σκληρή ύλη (ξύλο, μέταλλο, πέτρα κτλ.) μια διακοσμητική παράσταση: Nτουλάπα από σκαλισμένο ξύλο. Σκάλισε τα αρχικά τους πάνω σ΄ ένα δέντρο.

[ελνστ. σκαλίζω (αρχ. σκάλλω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες