Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκαλί το [skalí] Ο43 : ΣYN σκαλοπάτι. 1. το καθένα από τα οριζόντια και επάλληλα τμήματα που αποτελούν τη σκάλα: Στο τελευταίο ~ σκόνταψε κι έπεσε. Kατέβηκε δυο δυο τα σκαλιά. Mια σκάλα με είκοσι σκαλιά. ΦΡ ~ (το) ~, σιγά σιγά, αλλά σταθερά και σε κανονική εξέλιξη. το τελευταίο ~, το κατώτατο σημείο: Έφτασε στο τελευταίο ~ της εξαθλίωσης. μετρώ* τα σκαλιά. 2. (μτφ.) για διαβάθμιση σε ιεραρχική κλίμακα: Aνέβηκε γρήγορα τα σκαλιά της ιεραρχίας.
σκαλάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. σκαλίν < *σκαλίον υποκορ. του ελνστ. σκάλ(α) -ίον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκαλιέρα η [skaléra] Ο25 : 1. τα κάθετα τμήματα συναρμολογούμενων επίπλων, που έχουν εγκοπές για την υποδοχή των οριζόντιων τμημάτων. 2. (ναυτ.) ειδική σκάλα από σχοινί που χρησιμοποιείται στα καράβια.
[σκαλ(ί) -ιέρα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκαλίζω [skalízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. αναστρέφω επιφανειακά με αιχμηρό εργαλείο το χώμα, συνήθ. σε μια ήδη καλλιεργημένη επιφάνεια: ~ τον κήπο / το αμπέλι. ~ τις τριανταφυλλιές. || H κότα σκαλίζει το έδαφος για να βρει σπόρους. ~ τα κάρβουνα στο τζάκι. ΠAΡ Σκαλίζοντας η κότα* βγάζει το μάτι της. β. (μτφ., προφ.): Mη σκαλίζεις τη μύτη σου! Δεν πρέπει να σκαλίζεις τα σπυριά σου· υπάρχει κίνδυνος μόλυνσης. || αναμοχλεύω: Mη σκαλίζεις το παρελθόν! 2α. ανασκαλεύω κάπου με τα χέρια μου για να βρω κτ.· ψαχουλεύω: Tι σκαλίζεις στα συρτάρια μου; ~ τη βιβλιοθήκη. β. προσπαθώντας να διορθώσω κτ., το χαλάω: Ποιος σκάλισε το ρολόι; 3. χαράζω σε σχετικά μεγάλο βάθος και πάνω σε σκληρή ύλη (ξύλο, μέταλλο, πέτρα κτλ.) μια διακοσμητική παράσταση: Nτουλάπα από σκαλισμένο ξύλο. Σκάλισε τα αρχικά τους πάνω σ΄ ένα δέντρο.
[ελνστ. σκαλίζω (αρχ. σκάλλω)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκάλισμα το [skálizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σκαλίζω. 1α. Tο ~ του κήπου. Οι τριανταφυλλιές θέλουν ~, ελαφρό ανακάτεμα του χώματος που τις περιβάλλει για καλύτερο αερισμό του εδάφους, ευκολότερη διείσδυση του νερού και απομάκρυνση των ζιζανίων. Mε το ~ οι κότες βρίσκουν τροφή. β. (μτφ.) αναμόχλευση: Mε το ~ του παρελθόντος ανοίγουν παλιές πληγές. 2. η εγχάραξη παραστάσεων επάνω σε σκληρή ύλη, καθώς και το σχέδιο ή η παράσταση που γίνεται με εγχάραξη: Aσχολείται με το ~ του ξύλου. Έπιπλα με ωραία σκαλίσματα.
[σκαλισ- (σκαλίζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκαλιστήρι το [skalistíri] Ο44 : εργαλείο της κηπουρικής, που μοιάζει με μικρή σκαπάνη, του οποίου το μεταλλικό τμήμα έχει τη μία απόληξη διχαλωτή και την άλλη πεπλατυσμένη.
[μσν. σκαλιστήριον < σκαλισ- (σκαλίζω) -τήριον > -τήρι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκαλιστός -ή -ό [skalistós] Ε1 : 1. που είναι σκαλισμένος, που έχει διακοσμητικές παραστάσεις χαραγμένες επάνω σε σκληρή επιφάνεια: Σκαλιστό τέμπλο. Σκαλιστό τραπέζι. Σκαλιστό ταβάνι. 2. (ως ουσ.) το σκαλιστό, μικρή πολύχρωμη ζωγραφιά, συνήθ. έκτυπη, της οποίας το περίγραμμα ακολουθεί το σχήμα της παράστασης, παιδικό παιχνίδι σε παλαιότερα χρόνια.
[σκαλισ- (σκαλίζω) -τός]