Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκαθάρι το [skaθári] Ο44 : 1. μικρό έντομο που ανήκει στα κολεόπτερα. 2. είδος ψαριού με αγκαθωτά πτερύγια.
[μσν. *σκανθάριον με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] υποκορ. του σκάνθαρος < αρχ. κάνθαρος με ανάπτ. προτακτ. [s] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tus-ka > tuska > tus-ska] (πρβ. ελνστ. κανθάριον)]