Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκίτσο το [skítso] Ο39 : σχέδιο που γίνεται με πολύ απλές και γρήγορες γραμμές, κυρίως ως πρώτη προσπάθεια σύνθεσης των βασικών στοιχείων ενός μελλοντικού καλλιτεχνικού έργου: Tα σκίτσα του Ραφαήλ. Aρχιτεκτονικό ~. Έφτιαξε στα πεταχτά ένα ~. || αυτόνομο καλλιτεχνικό έργο κυρίως στο χώρο της γελοιογραφίας και των κόμικς.
[ιταλ. schizzo]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκιτσογραφία η [skitsoγrafía] Ο25 : καλλιτεχνική σχεδίαση σκίτσων.
[λόγ. σκίτσ(ο) -ο- + -γραφία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]