Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκίρτημα το [skírtima] Ο49 : 1α. ελαφρά σύσπαση σε όλο το σώμα, συνήθ. υπό την επήρεια έντονης συγκίνησης (χαράς ή λαχτάρας) και με επέκτα ση η ίδια η συγκίνηση: ~ χαράς / ευτυχίας. β. (μτφ.) συνήθ. για ερωτικό συναίσθημα: Tα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα. γ. (λογοτ.) για κτ. που σαλεύει ή κινείται ελαφρά σαν να είναι ζωντανό: Tο ελαφρό ~ των φύλλων. 2. η μετακίνηση του εμβρύου μέσα στην κοιλιά.
[λόγ. < αρχ. σκίρτημα]