Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκίουρος ο [skíuros] Ο20 : μικρό τρωκτικό με κοκκινωπό τρίχωμα και φουντωτή ουρά που ζει στα δέντρα.
σκιουράκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < ελνστ. σκίουρος]