Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σκήτη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκήτη η [skíti] Ο30 : (εκκλ.) οργανωμένο σύνολο από ξεχωριστές μοναστικές μονάδες με δική τους διοικητική οργάνωση.

[μσν. σκήτη < ελνστ. σκῆτ(ις) -η τοπων. της Aιγύπτου]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go