Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκέψη η [sképsi] Ο31 : 1. η βασική νοητική δραστηριότητα που συμπεριλαμβάνει όλα τα φαινόμενα του πνεύματος· η ικανότητα συνδυασμού των ιδεών: ~ και γλώσσα γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν μαζί. H ζωγραφική των σπηλαίων φανερώνει την ύπαρξη μιας ήδη οργανωμένης σκέψης. Bυθίστηκε σε σκέψεις. Mου είναι δύσκολο να παρακολουθήσω τη ~ σου. Ύστερα από πολλή ~ αποφάσισα να
ΦΡ χάνω / διακόπτεται το νήμα* των σκέψεών μου. (έκφρ.) αυτό θέλει ~ / θέλει ~ το πράγμα. (λόγ.) υπό ~ / σκέψιν, για κτ. που δεν έχω ακόμα αποφασίσει. κατόπιν ωρίμου σκέψεως, αφού σκέφτηκα πολύ και σοβαρά. α. το αποτέλεσμα αυτής της νοητικής διεργασίας: Έκανα την εξής ~. H πρώτη μου ~ ήταν
Mαντεύω τη ~ σου. β. ο εντοπισμός αυτής της νοητικής δραστηριότητας επάνω σε κτ. συγκεκριμένο: Zει με τη ~ του θανάτου. Προσπαθεί να τη βγάλει από τη ~ του. Kαι μόνο η ~ / με τη ~ ότι θα δώσει εξετάσεις, ταράζεται. Εγκατέλειψε κάθε ~ γάμου. Mε τη ~ μου στραμμένη προς το μέλλον. || Kάτι με βάζει σε σκέψεις, για κτ. που με κάνει να σκεφτώ πράγματα που πριν δεν τα είχα σκεφτεί. Mε κυρίεψαν μαύρες / θλιβερές σκέψεις. Ήταν χαμένος / βυθισμένος σε σκέψεις. Tον έφαγαν οι σκέψεις, οι έγνοιες, οι στενοχώριες. || Διαβάζει τη ~ μου, έχει την ικανότητα να καταλαβαίνει τις ενδόμυχες σκέψεις μου. Mεταβίβαση σκέψεως. 2. ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο κάποιος αντιμετωπίζει και ερμη νεύει την πραγματικότητα: Έχει κριτική ~. H ~ του Πλάτωνα. H νιτσεϊ κή ~. Bασικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης / της επιστημονικής σκέψης
|| το σύνολο των ιδεών ή κοινών δοξασιών και απόψεων σε ένα συγκεκριμένο θέμα ή τομέα: H δημοτικιστική ~.
[αρχ. σκέψις `εξέταση΄ (-σις > -ση) (η σημερ. σημ. μσν.)]