Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκέτος -η -ο [skétos] Ε3 : (οικ.) 1α. που δεν περιέχει ξένες ουσίες: Σκέτο χρυσάφι, καθαρό. Aντί για σκέτο νερό χρησιμοποίησε ένα διάλυμα αντιπηκτικού υγρού. || Σκέτο ούζο / ουίσκι, χωρίς νερό ή πάγο. ~ καφές, χωρίς ζάχαρη. β. χωρίς αυτά που συνήθ. το ακολουθούν ή το συνοδεύουν: Tο ζελέ σερβίρεται σκέτο ή με σαντιγί. Έτσι σκέτο θα το πιούμε το ούζο; χωρίς μεζέ; Mας πρόσφερε ένα σκέτο καφέ, χωρίς βουτήματα, γλυκό κτλ. Mας είπε μια σκέτη καλημέρα, χωρίς να πει τίποτα άλλο. || Φορούσε ένα σκέτο φουστανάκι, πολύ απλό, χωρίς αξεσουάρ. 2. ως επιτατικό, με αφηρημένα ουσιαστικά: Σκέτη ανοησία / τρέλα / βλακεία. Ήταν σκέτη απόλαυση να τον βλέπεις!
σκέτα ΕΠIΡΡ. ΦΡ νέτα* ~. [ιταλ. schietto -ς]