Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκέπασμα το [sképazma] Ο49 : 1. η ενέργεια του σκεπάζω. 2α. εκείνο με το οποίο καλύπτουμε ένα άνοιγμα· το καπάκι: Bάλε το ~ στην κατσαρό λα. Tο ~ του πηγαδιού έλειπε. Πού είναι το ~ του μπουκαλιού; β. κλινο σκέπασμα, συνήθ. κουβέρτα ή πάπλωμα: Δεν έχω αρκετά σκεπάσματα για όλους. Ρίξε μου ένα ~ ακόμα!
[αρχ. σκέπασμα]