Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκέλος το [skélos] Ο46 : 1α. (λόγ.) πόδι ανθρώπου ή τετράποδου ζώου. β. για κτ. που μοιάζει με σκέλος: Tο ~ του διαβήτη. 2. καθένα από τα επί μέρους όμοια ή αντίστοιχα τμήματα ενός συνόλου: Tο πρώτο ~ του ταξιδιού τελείωσε. Tα σκέλη του προϋπολογισμού. H ερώτηση έχει δύο σκέλη.
[λόγ. < αρχ. σκέλος]