Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκάφος το [skáfos] Ο46 : 1. γενική ονομασία για κάθε είδος μικρό ή μεγά λο πλοίο: Aλιευτικό ~. Σκάφη αναψυχής. Tα σκάφη του πολεμικού ναυτικού. (έκφρ.) το ~ της πολιτείας, η πολιτεία, το κράτος ως οργανισμός που ακολουθεί μια καθορισμένη πορεία: Tο ~ της πολιτείας κλυδωνίζεται. 2. αεροσκάφος ή διαστημόπλοιο: Ο κυβερνήτης του σκάφους.
σκαφάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [λόγ.: 1: αρχ. σκάφος· 2: σημδ. αγγλ. (air)ship]