Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκάφανδρο το [skáfanδro] Ο42 : ειδική εξάρτυση του δύτη που του δίνει οξυγόνο, επιτρέποντάς του έτσι να παραμένει κάτω από την επιφάνεια του νερού σε μεγάλο βάθος και για πολλή ώρα. || Aυτόνομο ~, ατομική αναπνευστική συσκευή του δύτη.
[λόγ. < γαλλ. scaphandre < αρχ. σκά φ(η) στη σημ.: `ελαφρύ πλεούμενο΄ + ἀνδρ- (ἀνήρ δες στο άντρας) -ον]