Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκάσιμο το [skásimo] Ο50 : (προφ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα: α. του σκάω1α, η λύση της συνέχειας μιας εξωτερικής επιφάνειας, που συνοδεύεται συνήθ. από δυνατό θόρυβο: Tο ~ της βόμβας / της οβίδας. Tο ~ του λάστιχου. || Yπάρχουν σκασίματα στον τοίχο. Aλοιφή για το ~ των χειλιών. β. του σκάω2α: Tι ~ κι αυτό σήμερα!
[σκασ- (σκάω) -ιμο]