Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκάρα 1 η [skára] & σχάρα η [sxára] Ο25 : κινητή μεταλλική κατασκευή από παράλληλα ελάσματα, τα οποία συνδέονται στα άκρα και η οποία έχει διάφορες χρήσεις. α. μαγειρικό σκεύος για ψήσιμο κρεάτων, ψαρικών κτλ., συνήθ. σε ανοιχτή φωτιά: Mπριζόλες / μπιφτέκια στη ~. || ~ του φούρνου, αντίστοιχη κατασκευή μέσα στον ηλεκτρικό φούρνο. β. ~ του υπονόμου, που καλύπτει το άνοιγμα του υπονόμου επιτρέποντας συγχρόνως τη διοχέτευση των νερών της βροχής. γ. ~ του αυτοκινήτου / του ποδηλάτου, που τοποθετείται στη σκεπή του αυτοκινήτου ή στο πίσω μέρος του ποδηλάτου για τη μεταφορά αποσκευών. δ. τμήμα της εστίας διάφορων μηχανών σε θερμάστρες, ατμολέβητες κτλ.
[μσν. σκάρα < σχάρα με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] < αρχ. ἐσχάρα `τζάκι΄ (ελνστ. σημ.: `κιγκλίδωμα΄) με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκάρα 2 η : ναυπηγική κλίνη.
[ελνστ. ἐσχάρα (αρχ. σημ.: δες σκάρα 1) με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] και αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκαραβαίος ο [skaravéos] Ο18 : 1. κολεόπτερο έντομο. 2. πολύτιμος λίθος σε σχήμα σκαραβαίου, που είχε ιερό χαρακτήρα και ήταν σύμβολο αθανασίας για τους αρχαίους Aιγυπτίους.
[λόγ. < ιταλ. scarabeo -ς < υστλατ. scarabaeus (ίσως συγγ. του αρχ. κάραβος, παρόμοιο έντομο)]