Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκάλα 1 η [skála] Ο25α : 1α. σύνολο από επίπεδες, οριζόντιες επιφάνειες διευθετημένες κατά ορθή γωνία και σε διαφορετικό ύψος, που χρησιμεύουν στην άνοδο και στην κάθοδο: Ξύλινη / μαρμάρινη / σιδερένια ~. Φαρδιά / στενή / απότομη ~. Εσωτερική / εξωτερική ~, μέσα ή έξω από ένα κτίριο. ~ υπηρεσίας, σε παλαιότερες πολυκατοικίες, μεταλλική σκά λα που οδηγούσε από την κουζίνα του σπιτιού στην ταράτσα. Kυλιόμενες* σκάλες. || (συχνά στον πληθ.): Aνέβηκε / κατέβηκε τις σκάλες τρέχο ντας, τη σκάλα. Kατρακύλησε από τις σκάλες. (προφ.): Aνέβηκε τρεις σκάλες, τρεις ορόφους (σκάλες τριών ορόφων). β. φορητή κατασκευή, συνήθ. ξύλινη ή μεταλλική, από δύο κάθετα δοκάρια που συνδέονται με οριζόντια επίπεδα στοιχεία, τα σκαλοπάτια, και με την οποία γίνονται προσιτά σημεία στα οποία δε φτάνει κάποιος: Aκούμπησε τη ~ στο δέντρο για να κόψει φρούτα. Έβαλε τη σκάλα για να κρεμάσει τις κουρτίνες. Πτυσσόμενη ~. ~ για τη βιβλιοθήκη. || (μτφ.): Tα μαλλιά της κάνουν σκάλες, είναι μακριά και ελαφρά κυματιστά. 2. (μτφ., προφ.) α. βαθμίδα σε μία κλιμάκωση: Tο αερόθερμο έχει δύο σκάλες θερμού αέρα. β. μουσι κή κλίμακα: H φωνή της πιάνει πολλές σκάλες.
σκαλίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [ελνστ. σκάλα < λατ. scala· σκάλ(α) -ίτσα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκάλα 2 η : ενδιάμεσος σταθμός πλοίου, ανάμεσα στο λιμάνι από το οποίο αναχωρεί και το λιμάνι προορισμού: Tο πλοίο πιάνει πολλές σκάλες στην άγονη γραμμή. || ιχθυόσκαλα.
[μσν. σκάλα < λατ. scala]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκαλάθυρμα το [skaláθirma] Ο49 : (λόγ.) σύντομο και μάλλον πρόχειρο στη σύνθεση επιστημονικό ή λογοτεχνικό κείμενο: Στιχουργικά σκαλαθύρματα.
[λόγ. < ελνστ. σκαλάθυρμα `ασήμαντη λεπτομέρεια΄]