Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκάκι το [ská
i] Ο44 : επιτραπέζιο τεχνικό παιχνίδι που παίζεται από δύο παίχτες, οι οποίοι μετακινούν, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, πάνω σε έναν άβακα χωρισμένο σε 64 τετραγωνάκια, εναλλάξ άσπρα και μαύρα, από 16 κομμάτια (τα πιόνια) ο καθένας: Πρωτάθλημα / ολυμπιάδα σκακιού. || η σκακιέρα με τα 32 πιόνια του παιχνιδιού, ως σύνολο: Πάνω στο τραπέζι ήταν στημένο ένα ~ με πιόνια από ελεφαντόδοντο. [ιταλ. scacco, πληθ. scacchi (gioco degli scacchi) που θεωρήθηκε ουδ. εν. '85 περσ. shāh `βασιλιάς΄ (πρβ. σάχης) (πρβ. μσν. σκάκος < ιταλ. scacco -ς)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκακιέρα η [skakéra] Ο25α : 1. ο άβακας του σκακιού. 2. (μτφ.) πεδίο σκληρού ανταγωνισμού: Στη διεθνή ~ παίζονται οι τύχες των μικρών και ανίσχυρων κρατών.
[ιταλ. scacchiera]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκακιστής ο [skakistís] Ο7 θηλ. σκακίστρια [skakístria] Ο27 : ο παίχτης του σκακιού, ιδίως ο ικανός ή ο επαγγελματίας.
[λόγ. σκάκ(ι) -ιστής· λόγ. σκακισ(τής) -τρια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκακιστικός -ή -ό [skakistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο σκά κι ή στο σκακιστή: Σκακιστικοί αγώνες. ~ όμιλος.
[λόγ. σκακιστ(ής) -ικός]