Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιωνιστικός -ή -ό [sionistikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στο σιωνισμό ή στο σιωνιστή ή που έχει σχέση με αυτόν: Σιωνιστική οργάνωση.
[λόγ. σιωνιστ(ής) -ικός]