Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιχτίρισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιχτίρισμα το [sixtírizma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια του σιχτιρίζω: Ύστερα από τέτοιο ~ πού να τολμήσει να εμφανιστεί μπροστά μου!

[σιχτιρισ- (σιχτιρίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες