Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιχαμερός -ή -ό [sixamerós] Ε1 : που προκαλεί σιχασιά· αηδιαστικός: Σιχαμερό σκουλήκι. ~ χαρακτήρας.
σιχαμερά ΕΠIΡΡ: Mου φέρθηκε ~. [μσν. σιχαμ(ός < σιχα- (σιχαίνομαι) -μός) -ερός]