Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιχαμάρα η [sixamára] Ο25α : το αίσθημα της αηδίας· η σιχασιά: Nιώθω ~ όταν βλέπω αυτή τη βρομιά / αυτόν τον άνθρωπο.
[μσν. σιχαμ(ός δες στο σιχαμερός) -άρα]