Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιχαίνομαι [sixénome] Ρ7.1β : 1. νιώθω ένα έντονο αίσθημα αποστροφής που προκαλείται: α. από τη θέα ή την επαφή με πρόσωπο ή πράγμα εξαιρετικά βρόμικο: ~ να καθίσω δίπλα του. ~ τα βρόμικα νύχια. ~ αυτό το εστιατόριο / το ξενοδοχείο. β. από κπ. ή κτ. που μου δημιουργεί μια έντο νη ενόχληση: ~ το θόρυβο / τη σκόνη. Σιχαίνεται τη μυρωδιά του σκόρδου. || ~ την υποκρισία / τους ψεύτες. Tη σιχάθηκα πια αυτή τη δουλειά. Tον ~ σαν τις αμαρτίες μου / από τα βάθη της ψυχής μου. Σας σιχάθηκα όλους! γ. (στο αορ. θ.) από κορεσμό: Σιχάθηκα το κρασί / το τσιγάρο. Mε έκανε να σιχαθώ το διάβασμα / την πολιτική. || έχω χάσει το ενδιαφέρον μου για κτ. λόγω της συχνότητας με την οποία επαναλαμβάνεται: Σιχάθη κα και τα ταξίδια και τις εκδρομές. 2. (μππ.) που προκαλεί αποστροφή, κυρίως ηθική, αλλά και σωματική· σιχαμερός: Σιχαμένος άνθρωπος. Σιχαμένο θέαμα, αισχρό. Mη γίνεσαι σιχαμένος!
[μσν. σιχαίνομαι < ελνστ. σικχαίν(ω), -ομαι με απλοπ. του συμφ. συμπλ. [kx > x] ]