Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιτευτός -ή -ό [siteftós] Ε1 : μόνο στην έκφραση μόσχος ο ~, το καλοθρεμμένο ζώο: Θα σφάξουμε το μόσχο το σιτευτό, (ειρ.) θα γιορτάσουμε την επάνοδο του ασώτου.
[λόγ. < αρχ. σιτευτός]