Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σισύφειος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σισύφειος -α -ο [sisífios] Ε6 : για έργο, προσπάθεια πολύ δύσκολη και αναποτελεσματική.

[λόγ. < αρχ. Σισύφειος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες