Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιρόπιασμα το [sirópxazma] & σορόπιασμα το [sorópxazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σιροπιάζω.
[σιροπιασ- (σιροπιάζω), σοροπιασ- (σοροπιάζω) -μα]