Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιρόπι το [sirópi] Ο44 : 1. πυκνόρρευστο διάλυμα ζάχαρης και νερού, που έχει βράσει. || (επέκτ.) για κτ. υπερβολικά γλυκό και συνήθ. υδαρές: ~ τον έκανες τον καφέ! 2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα στο οποίο προστίθεται αρωματικό σιρόπι, για να καλύψει τη γεύση του φαρμάκου: ~ για το βήχα.
σιροπάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. σιρόπιον < ιταλ. αρσ. sci roppo, πληθ. sciroppi που θεωρήθηκε ουδ. εν. (< αραβ. šarūb)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιροπιάζω [siropxázo] -ομαι & σοροπιάζω [soropxázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. περιχύνω ένα γλυκό με σιρόπι: Tα γλυκά του ταψιού πρέπει να είναι καλά σιροπιασμένα. 2. (μτφ., λαϊκ.) εκδηλώνω ερωτικά συναισθήματα με τρό πο μάλλον γελοίο: Σοροπιάζει τόσην ώρα μια μαθητριούλα.
[σιρόπ(ι) -ιάζω· υποχωρ. αφομ. [i-o > o-o] κατά το σιρόπι > σορόπι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιρόπιασμα το [sirópxazma] & σορόπιασμα το [sorópxazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σιροπιάζω.
[σιροπιασ- (σιροπιάζω), σοροπιασ- (σοροπιάζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιροπιαστός -ή -ό [siropxastós] & σοροπιαστός -ή -ό [soropxastós] Ε1 : για γλυκό που το έχουν σιροπιάσει. || (ως ουσ.) το σιροπιαστό, είδος γλυκού με πολύ σιρόπι.
[σιροπιασ- (σιροπιάζω), σοροπιασ- (σοροπιάζω) -τός]