Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σινικός -ή -ό [sinikós] Ε1 : κινέζικος: Σινικό τείχος. || Σινική μελάνη, ειδική μελάνη κυρίως για σχέδιο και ζωγραφική.
[λόγ. < μσνλατ. Sin(ae) `Κινέζοι΄ -ικός (< Sina παράλλ. τ. του ιταλ. Cina `Κίνα΄)]