Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σινιάλο το [sinálo] Ο39 : σήμα, κυρίως οπτικό: Mου ΄κανε ~ με το χέρι. || (ναυτ.): Kάνω / δίνω ~, συνήθ. με τα ειδικά σημαιάκια.
[βεν. signala θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]